- σύμφυτος
- -η, -ο / σύμφυτος, -ον, ΝΑ [συμφύω, -ομαι]1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.)3. (για ασθένεια) συγγενής4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτοα) η ιδιότητα τού συμφυούςβ) βοτ. ονομασία φυτούνεοελλ.βοτ. το ουδ. ως ουσ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδεςαρχ.1. συγγενικός2. ενωμένος3. πυκνός, δασώδης4. (για αγρό) πλήρως καλλιεργημένος ή πυκνά φυτευμένος («ἀμπελὼν σύμφυτος», πάπ.)5. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό ελένιοβ) το φυτό γλυκόριζα6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σύμφυταοι φυσικές ιδιότητες ή ποιότητες7. φρ. α) «σύμφυτον πνεῡμα» — ζωικό πνεύμα (Αριστοτ.)β) «ἐς τὸ σύμφυτον» — σύμφωνα με την φύσηγ) «σύμφυτος αἰών» — η φυσική ηλικία (Αισχύλ.)δ) «νεικέων σύμφυτος τέκτων» — η φυσική αιτία έριδας στους ανθρώπους (Αισχύλ.)ε) «σύμφυτον ἐμποιῶ τινί τι» — καθιστώ κάτι συμφυὲς με κάτι άλλο (Πλάτ.)στ) «σύμφυτον πετραῑον» — είδος ποώδους φυτού (Διοσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.